- κεφαλήγονος
- κεφᾰλή-γονος, ον,A springing from the head,
κάλυκες Nic.Fr.74.25
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάλυκες Nic.Fr.74.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεφαλήγονος — κεφαλήγονος, ον (Α) αυτός που αναπηδά από την κεφαλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + γόνος (< γίγνομαι «γεννιέμαι»), πρβλ. θεό γονος, κεβλή γονος] … Dictionary of Greek
κεφαλήγονοι — κεφαλήγονος springing from the head masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)